Η ρήξη του τενοντίου πετάλου είναι συνήθως τραυματικής αιτιολογίας (λόγω πτώσης, απότομης άρσης βάρους, ή παράδοξης βίαιας κίνησης) και σπανιότερα το αποτέλεσμα εκφυλίσεως (σε μεγαλύτερες ηλικίες).
Η ρήξη μπορεί να είναι μερική (δηλ. να αφορά ένα μέρος του πάχους του τένοντα) ή πλήρης ( αφορά όλο το πάχος). Ο τένοντας που υφίσταται ρήξη συνηθέστερα είναι ο Υπερακάνθιος. Μπορεί επίσης να υπάρχει ρήξη κάποιου εκ των υπολοίπων τενόντων (Υπακανθίου, Υποπλατίου, Ελάσονος Στρογγύλου) μεμονωμένα ή σε συνδυασμό οπότε μιλάμε για μαζική ρήξη.
Αποτέλεσμα της ρήξεως είναι η εμφάνιση πόνου και αδυναμίας (συνήθως αντανακλά το μέγεθος της ρήξεως) κατά τις κινήσεις, ιδιαίτερα κατά την απαγωγή και τις στροφικές κινήσεις του ώμου, συχνά σε τέτοιο βαθμό που ο ασθενής δυσκολεύεται ή δεν δύναται να ανυψώσει το άνω άκρο πάνω από το επίπεδο του ώμου. Ο πόνος είναι συνήθως εντονότερος τη νύχτα, συχνά αφυπνίζει τον πάσχοντα.
Το ιστορικό και η κλινική εξέταση είναι συνήθως διαγνωστικά. Ο παρακλινικός έλεγχος (ο Υπέρηχος και αν απαιτείται η Μαγνητική τομογραφία) συχνά χρησιμοποιούνται προς επιβεβαίωση της διάγνωσης και για τον καλύτερο σχεδιασμό της θεραπείας.
Μία μικρή μερική ρήξη μπορει αρχικά να αντιμετωπιστεί συντηρητικά (με φυσιοθεραπεία και ενδυνάμωση), παρ’ όλα αυτά η πλειονότητα των ρήξεων απαιτεί χειρουργική θεραπεία διότι δεν υπάρχει δυνατότητα αυτόματης επούλωσης. Ειδικά σε πλήρεις ρήξεις, πέραν των λειτουργικών ενοχλημάτων, υπάρχει και ο κίνδυνος αναπτύξεως αρθροπάθειας (Rotator cuff arthropathy) στο μέλλον εάν αυτές αφεθούν χωρίς θεραπεία.
Η θεραπεία εκλογής σχεδόν για το σύνολο των ρήξεων του τενοντίου πετάλου είναι η αρθροσκοπική αποκατάσταση. Η επέμβαση γίνεται με χρήση κάμερας και εφαρμογή 3-4 πολύ μικρών τομών 5-7 χιλιοστών, η κάθε μία. κατά την οποία οι τένοντες καθηλώνονται με ειδικά ράμματα (και μικρές άγκυρες) στην ανατομική τους θέση. Μετά την έξοδο του ασθενούς από το χειρουργείο απαιτείται ελάχιστη ή καθόλου αναλγησία καθώς και προφυλακτική αντιβιοτική αγωγή.